- μπλέξιμο
- το1. μπέρδεμα, το να εμπλέκεται κανείς σε κάτι, εμπλοκή, περιπλοκή2. (κατ' επέκτ.) δημιουργία ερωτικής σχέσης.[ΕΤΥΜΟΛ. < μπλέκω (αόρ. ἔ-μπλεξ-α) + κατάλ. -ιμο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπλέξιμο — το το ανακάτωμα, το μπέρδεμα, η ανάμειξη: Είχε μπλεξίματα με τοκογλύφους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπέρδεμα — και μπέρδευμα, το (Μ μπέρδεμα) [μπερδεύω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μπερδεύω, περιπλοκή, μπλέξιμο νεοελλ. 1. ανάμιξη διαφορετικών και ομοειδών αντικειμένων, ανακάτωμα, σύγχυση («αν δεν υπήρχε αυτό το μπέρδεμα με τις ταυτότητες, θα είχα… … Dictionary of Greek
ξεμπλέκω — 1. απαλλάσσω κάτι από μπλέξιμο ή μπέρδεμα, λύνω κάτι μπλεγμένο (α. «μού πήρε ώρα να ξεμπλέξω τα καλώδια» β. «έχει τόσο μακριά μαλλιά που δεν μπορεί να τά ξεμπλέξει») 2. απαλλάσσομαι από μπλέξιμο ή από δυσάρεστη υπόθεση, ξεμπερδεύω 3. εξομαλύνω… … Dictionary of Greek
άντεμα — το (κ. ντέσιμο) [αντένω] 1. παροδική συντυχία ή συνάντηση 2. μπλέξιμο, μπέρδεμα 3. μοίρα, γραφτό … Dictionary of Greek
εναπόληψις — ἐναπόληψις, η (AM) η περίληψη, το κλείσιμο, το κράτημα κάποιου μέσα σε κάτι αρχ. μπλέξιμο σε δίνη, το να περιπλέκεται ή να παρασύρεται κάποιος σε κάτι («τὰς ἐναπολήψεις τῶν συστροφῶν ἐν τῇ τοῡ κόσμου γενέσει», Επίκτ.) … Dictionary of Greek
μπελάς — και μπελιάς, ο 1. ενόχληση, σκοτούρα, βάσανο 2. φροντίδα, έγνοια, στενοχώρια 3. μπλέξιμο, περιπλοκή 4. (κατ επέκτ.) πρόσωπο που προξενεί σκοτούρες και έγνοιες 5. φρ. α) «μπαίνω σε μπελάδες» αναλαμβάνω πολλές και δύσκολες υποχρεώσεις β) «βρίσκω… … Dictionary of Greek
μπλεξιά — η [μπλέκω] μπλέξιμο, μπερδεψιά, μπέρδεμα, περιπλοκή … Dictionary of Greek
μπουρδούκλωμα — το [μπουρδουκλώνω] 1. μπλέξιμο, μπέρδεμα, ανακάτωμα 2. πρόχειρη κάλυψη μιας παρατυπίας ή αταξίας 3. το πεδίκλωμα … Dictionary of Greek
ξανταίνω — 1. απαλλάσσομαι από εμπλοκή, από μπλέξιμο, ξεμπλέκομαι 2. στρέφω το βλέμμα μου, κοιτάζω, βλέπω, ξανοίγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + ανταίνω / νταίνω «εμπλέκομαι»] … Dictionary of Greek
περιπλοκή — η, ΝΜΑ [περιπλέκω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού περιπλέκω, πλέξιμο, συστροφή («περιπλοκῆς δεῑται καί στηρίγματος [ὁ κιττός]», Πλούτ.) 2. μτφ. εμπλοκή σε δυσχέρειες, μπλέξιμο (α. «στις διαπραγματεύσεις παρουσιάστηκαν περιπλοκές» β. «ἵνα μὴ… … Dictionary of Greek